παλαγμοῖς αἵματος A.Fr.327
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλαγμός — παλαγμός, ὁ (Α) [παλάσσω (Ι)] ράντισμα, πιτσίλισμα («πρὶν ἂν παλαγμοῑς αἵματος χοιροκτόνου αὐτὸς σε χράνῃ Ζεὺς καταστάξας χειροῑν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
παλαγμοῖς — παλαγμός sprinkling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)